-
1 ειδίκευση
[идикэфси] ουσ. Θ. специализация,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ειδίκευση
-
2 квалификация
-
3 специальность
-
4 квалификация
1. (уровень профессиональной подготовки) η επαγγελματική κατάρτιση, η ειδίκευση, η ειδικότητα 2. (официально присваиваемый разряд или категория) η επίσημη κατηγορία, η κλάση (σχετική με το επίπεδο της επαγγελματικής εκπαίδευσης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > квалификация
-
5 переквалифицировать
αλλάζω ειδίκευσημετεκπαιδεύω, -ся μετεκπαιδεύομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переквалифицировать
-
6 профиль
1. (поперечное или продольное сечение, разрез поверхности, предмета) η τομή 2. (очертание, видсбоку) η πλάγια όψη, το προφίλ (ξεν.) 3. тех. η (κατα)τομή 4.(προκ.) το διαμορφωμένο έλασμα ή χυτόкруглый - мет. στρογγυλό -крупносортный мет. - μεγάλων διαστάσεωνмелкосортный мет. - μικρών διαστάσεωνрезиновый - από λάστιχο, ελαστικό -углобульбовый мет. - της βολβογωνίαςугловой мет. - της γωνίας5. (совокупность основных типических черт, характеризующих профессию, специальность) η ειδίκευση, η εξειδίκευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > профиль
-
7 специализация
η ειδίκευση, η εξειδίκευση, η ειδικότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > специализация
-
8 квалификация
квалифи||ка́цияж ἡ είδικότητα [-ης], ἡ είδίκευση [-ις].· повышение \квалификациякации ἡ τελειοποίηση στήν είδικότητα. -
9 низкий
ни́зк||ийприл1. (невысокий) χαμηλός:\низкийая изгородь ὁ χαμηλός φράχτης· \низкийого роста κοντός, κοντού ἀναστήματος· \низкийие цены οἱ χαμηλές τιμές· продавать по \низкийой цене πουλώ φτηνά· \низкийая темпе-рату́ра ἡ χαμηλή θερμοκρασία· \низкийая зар-пли́та τό χαμηλό μεροκάματο· \низкийая квалификация ἡ ἀνεπαρκής είδίκευση· \низкийого качества κακής ποιότητος' \низкийое давление мед. ἡ χαμηλή πίεση, ἡ ὑποτονία·2. (о звуке) χαμηλός, βαθύς, μπάσος·3. (подлый) χαμερπής, πρόστυχος, ποταπός:\низкий поступок ἡ ἀτιμία· <> \низкий поклон ἡ ἐδαφιαία ὑπόκλισις· \низкийая вода τά ρηχά νερά. -
10 специализация
специализацияж ἡ είδίκευση [-ις]. -
11 специальность
специальн||остьж ἡ εἰδικότητα [-ης], ἡ εἰδίκευση [-ις]. -
12 специализация
[σπιτσυαλιζάτσυγια] ουσ. θ. ειδίκευση -
13 специализация
[σπιτσυαλιζάτσυγια] ουσ θ ειδίκευση -
14 квалификация
-и θ.1. καθορισμός ποιότητας, αζίας• χαρακτηρισμός.2. ειδίκευση, ειδικότητα•повышение -и ανέβασμα της ειδικότητας•
иметь высокую -ю έχω υψηλή κατάρτιση•
приобрести -ю токаря αποχτώ την ειδικότητα του τορναδόρου.
-
15 квалифицированный
επ. από μτχ.ειδικευμένος•-ые кадры ειδικευμένα στελέχη.
|| που απαιτεί ειδίκευση•квалифицированный труд ειδικευμένη εργασία.
-
16 невысокий
επ., βρ: -сок, -сока, -соко, πλθ. -соки.1. χαμηλός κοντός• βραχύς•невысокий дом χα-μη|λό σπίτι•
невысокий человек κοντός άνθρωπος.
2. μικρός, ασήμαντος•-ая температура χαμηλή θερμοκρασία•
-ое давление μικρή πίεση•
-ая плата χαμηλός μισθός.
3. μέσος, μεσαίος, μέτριος•-ое качество μέση ποιότητα•
-ая квалификация μέση ειδίκευση.
4. ασήμαντος, αναξιόλογος.εκφρ.- ая грудь – ίσιο στήθος, πλακέ•невысокий лоб – στενό μέτωπο. -
17 общий
επ., βρ: общ, общи, обще.1. γενικός, καθολικός•-ее правило γενικός κανόνας•
-е собриние γενική συνέλευση•
-ее название γενική ονομασία•
общий кризис γενική κρίση•
-ее впечатление γενική εντύπωση•
-ее молчание γενική (απόλυτη) σιγή•
-ее благо γενικό καλό.
2. κοινός•общий язык κοινή γλώσσα•
-ее мнение κοινή γνώμη•
-ее дело κοινή υπόθεση•
-ими силами με κοινές δυνάμεις•
-ая собственность συνιδιοκτησία• συγκυριότητα•
-ая черти κοινό χαρακτηριστικό•
-ими усилиями με κοινές προσπάθειες.
3. ολικός, συνολικός•-ая стоимость ολική αξία ή κόστος•
-итог ολικό άθροισμα•
-ая сумма ολικό ποσό.
4. βασικός• θεμελιώδης•-ие вопросы науки τα βασικά ζητήματα της επιστήμης.
εκφρ.в -их чертах – σε γενικές γραμμές, αδρομερώς;, σε χοντρές γραμμές•-ее место; – α) κοινός τόπος, β) κοινοτοπία, πεζότητα• ρουτίνα•- ее обра-зовиние – γενική μόρφωση (χωρίς ειδίκευση)•в -ем – εν τέλει, τελικά•в -ем и в целом – γενικά•в -ей сложности – συνολικά, εν συνόλω•общий нет ничего -его с кем,чем – δεν έχω τίποτε το κοινό με κάποιον, με κάτι•найти общий язык – βρίσκω κοινή γλώσσα (συνδιαλλαγής), σύμτωσης απόψεων•в -ем сказать – για να πω γενικά•наибольший делитель – ο μέγιστος κοινός διαιρέτης•- ее наименьшее критное – το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο. -
18 профессионализация
-и θ.1. επαγγελματική ειδίκευση.2. επαγγελματική ιδιότητα. -
19 специализация
-и θ.ειδίκευση. -
20 специальность
-и θ.ειδικότητα• ειδίκευση•инженеры разных -ей μηχανικοί διαφόρων ειδικοτήτων.
См. также в других словарях:
ειδίκευση — η 1. περιορισμός σε μια περίπτωση ή εφαρμογή («ειδίκευση τής θεωρίας») 2. ειδική απασχόληση σ έναν κλάδο τής επιστήμης («πήγε στο Παρίσι για ειδίκευση»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ειδίκευσις μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] … Dictionary of Greek
ειδίκευση — η 1. ο περιορισμός σε μια περίπτωση ή εφαρμογή, η μερίκευση: Ειδίκευση της έρευνας. 2. απασχόληση ή επίδοση σε ειδικό κλάδο επιστήμης ή τέχνης, η απόκτηση ειδικών γνώσεων: Πήγε στην Ευρώπη για ειδίκευση στην αιματολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θίασος — Εταιρεία, συνήθως με θρησκευτικό χαρακτήρα, στην αρχαία Αθήνα, που είχε σκοπό τη λατρεία ενός θεού, κυρίως του Διονύσου. Τα μέλη της έπαιρναν μέρος στις θρησκευτικές τελετές με χορούς και τραγούδια. Από την εποχή, όμως, της μεταρρύθμισης του… … Dictionary of Greek
ένζυμα — Ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από ζωντανά κύτταρα, δρουν με εξαιρετική ειδίκευση ως βιολογικοί καταλύτες και ρυθμίζουν την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον πολυσύνθετο κόσμο της βιοχημείας. Οι σύγχρονες πειραματικές… … Dictionary of Greek
Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ … Dictionary of Greek
Κομεκόν — (COMECON, COuncil for Mutual ECONomic Assistance). Αγγλοσαξονική συντομογραφία του Οικονομικού Συμβουλίου Αμοιβαίας Βοήθειας, οργανισμού που ίδρυσαν η πρώην Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) και οι σύμμαχοί της, δηλαδή η πρώην Ανατολική Γερμανία (από το… … Dictionary of Greek
ανεργία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που, ενώ θέλει και είναι ικανός να εργαστεί, ωστόσο δεν βρίσκει δουλειά. Παρότι, όταν γίνεται λόγος για α., εννοούμε κυρίως την α. των εργατών, των υπαλλήλων ή άλλων μισθωτών, στην οικονομική ζωή μπορεί να… … Dictionary of Greek
απασχόληση — Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές… … Dictionary of Greek
απόβαση — Επιθετική πολεμική επιχείρηση από τη θάλασσα, με δυνάμεις που μεταφέρονται κυρίως με πλοία ή άλλα σκάφη, με σκοπό την κατάληψη ενός μέρους εχθρικής ακτής και την εγκατάσταση προγεφυρώματος. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, η α. συναντάται με… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… … Dictionary of Greek